- προσέρρηξεν
- προσρήγνυμιdashaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσρήγνυμι — ΜΑ, και προσρηγνύω Α (αμτβ.) (για ποτάμι) χτυπώ με ορμή πάνω σε κάτι, προσκρούω σε κάτι («πλημμύρας δὲ γενομένης προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ», ΚΔ) αρχ. 1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο μεταβάλλοντάς το σε συντρίμμια 2. διαρρηγνύω… … Dictionary of Greek